Έξυπνες πόλεις ναι, αλλά πώς;
* Του Μιχάλη Τάσσου
Στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές το θέμα των έξυπνων πόλεων (Smart Cities) ανέβηκε ψηλά στην προεκλογική ατζέντα των περισσότερων, αν όχι όλων, των υποψήφιων συνδυασμών της χώρας. Ένα σχεδόν χρόνο μετά τις εκλογές και έχοντας βιώσει την πρωτοφανή πανδημία του COVID-19, το ζητούμενο του ψηφιακού μετασχηματισμού των Δήμων και η ενσωμάτωση τεχνολογιών έξυπνων πόλεων αποτελούν κομβικές προκλήσεις όχι μόνο για τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό τους αλλά, κυρίως, για την σχεδόν υπαρξιακή ανάγκη αδιάλειπτης προσφοράς των βασικών υπηρεσιών τους στις τοπικές κοινωνίες.
Το κεντρικό κράτος, δια μέσου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, έκανε τεράστια βήματα για την ψηφιοποίηση του δημοσίου τομέα και την παροχή πληθώρας νέων ηλεκτρονικών υπηρεσιών προς πολίτες και επιχειρήσεις, γεγονός που αποδεικνύει ότι αν υπάρχει πολιτική βούληση, γνώση και συγκροτημένη προετοιμασία γίνονται και στη χώρα μας πράγματα που θεωρούσαμε αδύνατα. Είναι όμως το ψηφιακό άλμα του κεντρικού κράτους ικανό να συμπαρασύρει και την τοπική αυτοδιοίκηση; Είναι οι δήμοι της χώρας μας έτοιμοι να κάνουν την δική τους ψηφιακή επανάσταση; Το αφήγημα των έξυπνων πόλεων έχει πρακτικές εφαρμογές στις πόλεις που ζούμε;
Η απάντηση δεν είναι ούτε προφανής, ούτε εύκολη. Μάλιστα, με αφορμή το μεγάλο αναπτυξιακό πρόγραμμα του Υπουργείου Εσωτερικών «Α. Τρίτσης» θα δοθούν κίνητρα και χρηματοδοτικά εργαλεία στου Δήμους της χώρας για να υιοθετήσουν ψηφιακές καινοτομίες στο πλαίσιο όχι μόνο μετασχηματισμού των υπηρεσιών τους αλλά και, κυρίως, μιας πιο βιώσιμης, ανθεκτικής και αειφόρου τοπικής ανάπτυξης. Αυτό άλλωστε είναι και το βασικό στοίχημα μιας «έξυπνης πόλης». Να «ακούει», να «αναλύει» και να «παρεμβαίνει» όπου χρειάζεται λαμβάνοντας αποφάσεις γρηγορότερα, εγκυρότερα και βασισμένες σε πραγματικά δεδομένα.
Ποιες είναι λοιπόν οι προϋποθέσεις για αυτή τη μετάβαση;
1. Ψηφιακός αλφαβητισμός ανθρώπινου δυναμικού:
Οι Δήμοι βρίσκονται μπροστά σε μια διττή πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια καθώς το προσωπικό τους μειώνεται δραστικά και ταυτόχρονα γερνάει. Επειδή η ανανέωση του προσωπικού σχετίζεται με τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας, οφείλουμε να σχεδιάσουμε ένα γενναίο, συνεχιζόμενο και τολμηρό πρόγραμμα ψηφιακής κατάρτισης (reskilling) του προσωπικού που δεν θα περιορίζεται στην εκμάθηση βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων ή εργαλείων αλλά θα επεκτείνεται σε σύγχρονα αντικείμενα όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ανάλυση δεδομένων και οι πρακτικές τους εφαρμογές στην καθημερινότητα μας. Οφείλουμε να μάθουμε να επικοινωνούμε με μια «νέα γλώσσα» η οποία καθορίζει και μια νέα αντίληψη για το που οδεύει ο εργασιακός μας χώρος, η πόλη μας και ο κόσμος.
2. Νέο πλαίσιο προμηθειών συστημάτων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.
Όλοι γνωρίζουμε ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δημοσίων προμηθειών δεν ανταποκρίνεται στις ραγδαίες εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στην παγκόσμια αγορά συστημάτων και εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνιών. Απαιτούνται νέα, σύγχρονα και ευέλικτα μοντέλα που βασίζονται στην «χρήση» και όχι μόνο στην «προμήθεια/απόκτηση» που σήμερα είναι ο κανόνας. Έννοιες όπως «Software-as-a-Service» , «Cloud Computing» κ.α. που επικρατούν στη δυτική Ευρώπη και την Β. Αμερική, στην γλώσσα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης είναι ακόμα άγνωστες λέξεις. Στη Μ. Βρετανία, που αποτελεί την πλέον προηγμένη χώρα στην Ευρώπη στον τομέα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, δοκιμάζονται νέα μοντέλα δημοσίων προμηθειών που βασίζονται στο λεγόμενο «evidence based procurement», δηλαδή στην αγορά υπηρεσιών που αποδεδειγμένα μέσω πολιτικής εφαρμογής τους μπορούν να λύσουν ένα συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ την ίδια στιγμή στη χώρα μας παλεύουμε με αναχρονιστικά μοντέλα προμηθειών που μας κρατάνε πίσω σε κάθε επιλογή νεωτερικότητας και τεχνολογίας.
3. Ορθολογική ανάλυση αναγκών και λύσεων
Σίγουρα δεν είναι όλοι οι δήμοι έτοιμοι να προμηθευτούν και, κυρίως, να λειτουργήσουν drones που αποτυπώνουν τις κυκλοφοριακές συνθήκες της πόλης σε πραγματικό χρόνο και μέσω «ευφυών» συστημάτων μεταφορών προσαρμόζουν τα φανάρια και την δρομολόγηση του στόλου των δημοτικών οχημάτων. Η ιστορία άλλωστε δείχνει ότι εκατομμύρια ευρώ «επενδύθηκαν» σε συστήματα και εφαρμογές που έμειναν στα συρτάρια της δημόσιας διοίκησης. Προκειμένου λοιπόν να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη οφείλουμε να αξιολογήσουμε τις προσφερόμενες τεχνολογικές λύσεις υπό το πρίσμα της εφικτότητας και της σοβαρής ιεράρχησης αναγκών. Ένα έξυπνο παγκάκι, όσο έξυπνο και αν είναι, έχει πιθανά μικρότερη πρακτική αξία από ένα ολοκληρωμένο σετ ρομποτικής για σωστή εκμάθηση του αντικειμένου στα σχολεία μιας πόλης. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν την ιεράρχηση αυτή πρέπει να την κάνει κάθε φορέας από μόνoς ή αν θα πρέπει υπό την καθοδήγηση της ΚΕΔΕ θα τεθεί ένα μοντέλο αυτής της ιεράρχησης και εν τέλει μετάβασης των Δήμων σε μιά νέα εποχή.
Δίνεται η εντύπωση πως το δύσκολο διάστημα που περάσαμε με τις αναγκαίες προσαρμογές για την αποφυγή εξάπλωσης του ιού δημιούργησε ανάγκες. Η πραγματικότητα είναι ότι αποκάλυψε τις ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί εδώ και καιρό σε μια εποχή που τα πάντα γύρω μας τρέχουν ηλεκτρονικά και έξυπνα την ίδια στιγμή που στο δημόσιο ακόμα παλεύουμε με τις στοίβες χαρτιού.
Ας μην αφήσουμε λοιπόν την ευκαιρία στην Τοπική Αυτοδιοίκηση να πάει χαμένη .Ας κάνουμε τις απαραίτητες προσαρμογές για μια νέα πραγματικότητα με κανόνες , πλαίσιο και προσεκτικά βήματα.
* Ο Μιχάλης Τάσσου είναι δικηγόρος, αντιδήμαρχος Διοικητικών Υπηρεσιών & Προγραμματισμού Δήμου Δράμας