Η λίμνη του Μόρνου εξακολουθεί να «στεγνώνει», παραμένει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα παρά τις πρόσφατες βροχοπτώσεις
Από το 2022 μέχρι σήμερα, η λίμνη έχει χάσει σχεδόν το μισό της νερό
Η στάθμη της λίμνης του Μόρνου παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή, παρά τις έντονες βροχοπτώσεις που συνόδευσαν την κακοκαιρία Byron. Από το 2022 μέχρι σήμερα, η λίμνη του Μόρνου έχει χάσει σχεδόν το μισό της νερό, ενώ, σύμφωνα με τα δεδομένα του δικτύου μετεωρολογικών σταθμών του meteo / Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, το διάστημα 3 – 6 Δεκεμβρίου 2025 καταγράφηκαν σχετικά περιορισμένες ποσότητες βροχής.
Στον μετεωρολογικό σταθμό του Μόρνου σημειώθηκαν μόλις 49 χιλιοστά βροχής. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η ετήσια βροχόπτωση έως τις 8 Δεκεμβρίου 2025 είναι σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας. Στο Φράγμα Μόρνου έχουν καταμετρηθεί έως τώρα 653 χιλιοστά, όταν η αντίστοιχη μέση τιμή των προηγούμενων δέκα ετών φτάνει περίπου τα 800 χιλιοστά.

Γιατί οι πρόσφατες έντονες βροχοπτώσεις δεν ανεβάζουν ουσιαστικά τη στάθμη των υδάτων στη λίμνη του Μόρνου
Γιατί οι πρόσφατες έντονες βροχοπτώσεις δεν ανεβάζουν ουσιαστικά τη στάθμη των υδάτων σε Μόρνο και Υλίκη είχε εξηγήσει, με επιστημονική προσέγγιση, ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ και καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμης Λέκκας. «Οι ταμιευτήρες γεμίζουν ουσιαστικά από την απορροή, από επιφανειακά νερά που απορρέουν στη λεκάνη, κυρίως όμως γεμίζουν με το αργό λιώσιμο του χιονιού που πιθανώς να έχουμε το επόμενο διάστημα», σημείωσε ο κ. Λέκκας στον ΣΚΑΪ, προσθέτοντας ότι το νερό της βροχής που δεν πέφτει απευθείας στους ταμιευτήρες «χρειάζεται αρκετά μεγάλο χρόνο ώστε να εμπλουτίσει τους υπόγειους υδροφορείς» και απαιτείται ακόμα περισσότερος χρόνος ώστε να αντληθεί. Ο κ. Λέκκας στάθηκε και σε λύσεις που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν για την καλύτερη συγκράτηση νερού, ώστε να αξιοποιηθεί στην κατανάλωση. Μία δυνητική λύση είναι μικρά φράγματα ή οι μικροί ταμιευτήρες, που μπορούν να «καθυστερήσουν το νερό, ώστε να μπορέσει να κατεισδύσει στο υπέδαφος και να εμποτιστούν οι υδροφόροι ορίζοντες».
Δεύτερη λύση μπορεί να αποτελέσει η αφαλάτωση, που «τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί πάρα πολύ», ενώ «μπορέσαμε και μειώσαμε και την κατανάλωση του ρεύματος», δεδομένου ότι παλαιότερα οι μονάδες αφαλάτωσης ήταν ιδιαίτερα ενεργοβόρες. Προσέθεσε όμως ότι η κατανάλωση ενέργειας παραμένει «μεγάλη» και υπάρχει «περιβαλλοντικό αποτύπωμα». Ο κ. Λέκκας συμπλήρωσε πως ένας ακόμα παράγοντας που μπορεί να βοηθήσει είναι ο περιορισμός των απωλειών νερού στα δίκτυα υδροδότησης, αν και παραδέχτηκε ότι «δεν είναι εύκολο να αντικαταστήσεις όλα τα δίκτυα». Τελευταίο ζητούμενο είναι η απόκτηση «συνείδησης κατανάλωσης», τόσο στις πόλεις όσο και στον αγροτικό τομέα, τόνισε ο κ. Λέκκας. «Το νερό όταν το έχουμε το σπαταλάμε, όταν δεν τον έχουμε δημιουργεί τεράστια προβλήματα», είπε χαρακτηριστικά.