Ήταν κάποτε ένα λιοντάρι που φύλαγε το λιμάνι του Πειραιά -όχι μυθικό, αλλά μαρμάρινο. Επιβλητικό, ύψους τριών μέτρων, με βλέμμα στραμμένο προς τη θάλασσα, στεκόταν για αιώνες στην είσοδο του λιμανιού, καλωσορίζοντας τους ναυτικούς που έμπαιναν στην πόλη. Από αυτό, ο Πειραιάς πήρε το όνομα Πόρτο Λεόνε, δηλαδή «Λιμάνι του Λιονταριού». Με αφορμή τη νέα δραματική σειρά του Alpha «Porto Leone – Στη γειτονιά με τα κόκκινα φανάρια», ανατρέχουμε στο παρελθόν για να γνωρίσουμε την αληθινή ιστορία πίσω από το όνομα -μια ιστορία που ενώνει την αρχαιότητα, τη Βενετία, τη λαϊκή παράδοση και το σύγχρονο αίτημα για επιστροφή του συμβόλου στη φυσική του θέση.

Η ξεχασμένη εποχή του Πόρτο Λεόνε

Για αιώνες, στη μυχώδη είσοδο του Πειραιά δέσποζε ένας μαρμάρινος λέοντας ύψους άνω των τριών μέτρων — ένα αριστούργημα της αρχαίας τέχνης, που χάρισε στο λιμάνι τη χαρακτηριστική του ονομασία. Ακόμη και οι Οθωμανοί το αποκαλούσαν Ασλάν Λιμάνι («Λιμάνι του Λιονταριού»), ενώ σύμφωνα με τις μεσαιωνικές παραδόσεις, το άγαλμα είχε «υπερφυσικές» ιδιότητες, όπως τη δύναμη να προκαλεί τρόμο ή ακόμα και δυσάρεστα γεγονότα σε όσους το κοιτούσαν επίμονα.

Το λιοντάρι χρονολογείται πιθανότατα στον 4ο αιώνα π.Χ., αν και η ακριβής εποχή και ο λόγος της δημιουργίας του παραμένουν αντικείμενο επιστημονικής διαφωνίας. Η πρώτη γνωστή αναφορά στο όνομα Πόρτο Λεόνε εμφανίζεται σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318. Αν και δεν αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς όπως ο Παυσανίας ή ο Στράβων, είναι πιθανό το άγαλμα να υπήρχε ήδη για αιώνες πριν από τη συγκεκριμένη καταγραφή.

Από το 1388, το μαρμάρινο λιοντάρι δεν βρισκόταν πλέον στην αρχική του θέση. Εκεί όπου κάποτε στεκόταν -στην περιοχή που σήμερα καταλαμβάνουν η Εθνική Τράπεζα και ο Τινάνειος Κήπος- υπήρχαν τότε οι περίφημες Στοές, οι οποίες άλλαξαν για πάντα το τοπίο του αρχαίου λιμανιού.

Ωστόσο, µαρτυρίες από το 1675 των περιηγητών Σπον και Γουέλερ αναφέρουν πως το λιοντάρι ήταν τριπλάσιο του φυσικού µεγέθους και πιθανότατα χρησιµοποιούνταν ως κρήνη. Ενα από τα πιο αινιγµατικά στοιχεία του αγάλµατος είναι οι επιγραφές που βρίσκονται χαραγµένες στη ράχη του. Πολλοί µελετητές έχουν ασχοληθεί µε αυτές, από τον ∆ανό Ακερµπλαντ µέχρι τον Έλληνα λόγιο Α. Μουστοξύδη. Οι πιο αποδεκτές ερµηνείες υποστηρίζουν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν από Σκανδιναβούς µισθοφόρους (Βάραγγους) τον 11ο αιώνα, πιθανόν κατά την επίσκεψη του Βασίλειου Βουλγαροκτόνου στην Αθήνα το 1018.

Πού βρίσκεται σήμερα το λιοντάρι

Το 1687, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αθήνας, ο Βενετός ναύαρχος Φραγκίσκος Μοροζίνι µετέφερε το λιοντάρι στη Βενετία µαζί µε άλλα τρία µικρότερα γλυπτά. Σήµερα, το µαρµάρινο λιοντάρι κοσµεί την είσοδο του ναυστάθµου της Βενετίας, ως λάφυρο πολέµου, αλλά και ως σύµβολο. Ήδη από την προπολεµική περίοδο, κατά την κυβέρνηση Μεταξά, είχαν γίνει οι πρώτες επίσηµες κινήσεις για την επιστροφή του λιονταριού στον Πειραιά. Το θέµα επανήλθε το 1945 µέσω της εφηµερίδας «Φωνή του Πειραιά», ενώ πιο πρόσφατα ιδρύθηκε η Επιτροπή Επιστροφής του Λέοντος. Παράλληλα, ο γλύπτης Γιώργος Μέγκουλας φιλοτέχνησε πιστό αντίγραφο, το οποίο σήµερα τοποθετήθηκε στην µπούκα του λιµανιού, εκεί όπου κάποτε στεκόταν το αυθεντικό άγαλµα. Το όνοµα Porto Leone δεν είναι απλώς ένας τίτλος σειράς, είναι ένα «παράθυρο» σε έναν άλλον Πειραιά. Πριν από τις πολύχρωµες λάµπες της Τρούµπας, τα καµπαρέ και τους υποκόσµους του ’60, ο Πειραιάς υπήρξε σηµείο αναφοράς της Μεσογείου, λιµάνι εµπορίου και σύµβολο πολιτισµού.

Το λιοντάρι του δεν ήταν µόνο διακοσµητικό, ήταν τοπόσηµο, φρουρός και αφηγητής. Ισως η σύγχρονη πειραϊκή ψυχή να κουβαλά ακόµη κάτι από τη σιωπηλή δύναµη αυτού του µαρµάρινου φύλακα. Κι αν το λιοντάρι δεν έχει επιστρέψει ακόµη, η µνήµη του παραµένει ζωντανή. Εκεί, στην µπούκα του λιµανιού, ανάµεσα σε µυρωδιές θαλασσινής αρµύρας και κόρνες πλοίων, ο Πειραιάς συνεχίζει να στέκει περήφανα.

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο “Secret” των “ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ”.